αλλοπρόσαλλος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, -ον)
1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής
2. κακόπιστος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)].