αλογόμυγα
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
η
1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος
2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μύγα].