αμαξάδα

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

η
1. διαδρομή επάνω σε άμαξα, περίπατος με άμαξα
2. (συνήθ. ως επίρρ.) επάνω σε άμαξα, με άμαξα
«πήγαμε κι ήρθαμε αμαξάδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + παραγ. κατάλ. -άδα].