αμίλητος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
-η, -ο μιλώ
1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος
2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος
3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή συστάσεις για λογαριασμό κάποιου
4. φρ. «αμίλητο νερό», το νερό του κλήδονα, που πρέπει να μεταφέρουν οι κοπέλες χωρίς να ξεστομίσουν λέξη.