αμίλητος

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μιλώ
1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος
2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος
3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή συστάσεις για λογαριασμό κάποιου
4. φρ. «αμίλητο νερό», το νερό του κλήδονα, που πρέπει να μεταφέρουν οι κοπέλες χωρίς να ξεστομίσουν λέξη.