ακατάδεκτος

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και ακατάδεχτοςἀκατάδεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης
μσν.
ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καταδέχομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία].