ακατάδεκτος
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
Greek Monolingual
-η, -ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης
μσν.
ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + καταδέχομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία].