αμυγδάλη
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἀμυγδάλη, η (Α)
1. αμύγδαλο
2. το κουκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. meged’ ēl ή magdi’ ēl «πολύτιμο δώρο απ’ το Θεό». Η λατ. λ. amygdala (και amidula, amyndala, amandula) αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. amande, γερμ. Mandel, αγγλ. almond, ιταλ. mandorla και βενετ. mandolato «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. μαντολάτο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδάλινος, ἀμυγδάλιον, ἀμυγδαλίς, ἀμυγδαλόεις, νεοελλ. αμυγδάλα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμυγδαλοκατάκτης.