αμφαλλάξ
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
Greek Monolingual
ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α)
εναλλάξ, εκ περιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω.
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α)
εναλλάξ, εκ περιτροπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω.