αμφιέννυμι

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α)
1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, του φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω
2. μέσ. ντύνομαι, φορώ
3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ἕννυμι, ἑννύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός
μσν.- νεοελλ.
ἀμφίεσις (-η)].