ἀμφιχέω (Α)Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλωπαθ.1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χέω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος.