αμφιχέω

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀμφιχέω (Α)
Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω
παθ.
1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού
2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος.