Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
ἀμφίστημι (Α)
1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα
2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα
3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ἵστημι.