αναδημιουργικός
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο ικανός, ο κατάλληλος για αναδημιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημιουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον παιδαγωγό Δημήτριο Μαρούλη].