ανακάλυψη
Greek Monolingual
η (Α ἀνακάλυψις) ἀνακαλύπτω
νεοελλ.
ανεύρεση κάποιου άγνωστου μέχρι τώρα πράγματος μετά από αναζήτηση
αρχ.
ξεσκέπασμα, φανέρωμα.
η (Α ἀνακάλυψις) ἀνακαλύπτω
νεοελλ.
ανεύρεση κάποιου άγνωστου μέχρι τώρα πράγματος μετά από αναζήτηση
αρχ.
ξεσκέπασμα, φανέρωμα.