ανακριβολογία
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
η
1. έλλειψη ακριβολογίας, ορθότητας και ακρίβειας στους λόγους
2. έλλειψη κυριολεξίας, ακυρολεξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον παιδαγωγό Αριστοτέλη Κουρτίδη (1858-1928)].