αναγωγικός

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀναγωγικός, -ή, -όν) ἀναγωγή
νεοελλ.
ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήν
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει
2. επίρρ. ἀναγωγικῶς
πνευματικά.