οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
η (Α ἀνάπαυλα) ἀναπαύωπροσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούρασημσν.καταφυγή, παρηγοριάαρχ.1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο.