ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
η1. το εκ νέου ξύσιμο2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].