ανάξεση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

η
1. το εκ νέου ξύσιμο
2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].