αναρριχητικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αναρρίχηση
2. αυτός που αναρριχάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις (-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].