αναρρίχηση
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
η (Α ἀναρρίχησις)
το σκαρφάλωμα
νεοελλ.
1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί
2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός].