αναρμοστώ

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

ἀναρμοστῶ (-έω) (Α) ανάρμοστος
1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω
2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες.