Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανάρπαστος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) αναρπάζω
αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία
2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.