μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ηέλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + παράδες, πληθ. του παράς].