αναταράζω
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
και αναταράσσω (Α ἀναταράσσω)
1. ταράζω, ανακατώνω
2. ταράζω ψυχικά, προξενώ έξαψη
αρχ.
(παθ. μτχ.) ανατεταραγμένος
1. αναταραγμένος, θολός
2. σε κατάσταση αταξίας, χωρίς τάξη.