ανελκύω
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(Μ ἀνελκύω)
1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω
2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω).
ΠΑΡ. ανέλκυση (-ις), νεοελλ. ανελκυστήρας (-τήρ)].