ανδρωνυμικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνδρωνυμικός, -ή, -όν)
το ουδ. ως ουσ. νεοελλ. κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου της
αρχ.
όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το -ω-του τ. κατά τον νόμο της έκτασης «εν συνθέσει» (πρβλ. πατρωνυμικός, μητρωνυμικός, κ.ά.)].