Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
-η, -ο
1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος
2. ο μπεκρής
3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» — μόνο στην αρχή φέρεται τίμια.