ανέρωτος

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος
2. ο μπεκρής
3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» — μόνο στην αρχή φέρεται τίμια.