ανέρωτος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος
2. ο μπεκρής
3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» — μόνο στην αρχή φέρεται τίμια.