ανήκοος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ἀνήκοος, -ον (AM) ακούω
μσν.
1. αυτός που δεν άκουσε κάτι
2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι
3. ανυπάκουος
αρχ.
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός
2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοον
ανυπακοή, απείθεια.