απείθεια

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπείθεια)
το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή
αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος.