ανικανότητα

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀνικανότης)
αδεξιότητα, ανεπάρκεια, έλλειψη ικανότητας για κάτι
νεοελλ.
1. η ακαταλληλότητα ενός ανθρώπου για στρατιωτική ή δημόσια υπηρεσία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας
2. η σεξουαλική ανικανότητα.