ἀντιπαρέκτασις

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A interpenetration of two or more bodies in κρᾶσις, Chrysipp.Stoic.2.153.

German (Pape)

[Seite 257] ῆ, = ἀντιπαράτασις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέκτᾰσις: -εως, ἡ, παρέκτασις πρός τι, ἀντιπαράτασις, ἐξίσωσις, Χρύσιππ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 376, Φίλων 1. 433.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 interpenetración, penetración mutua de dos o más cuerpos, Chrysipp.Stoic.2.153, 154.
2 fig. compenetración πρὸς τὸ θεῖον ὕψος Gr.Naz.M.36.592C.

Greek Monolingual

ἀντιπαρέκτασις, η (Α)
η αμοιβαία έκταση και διείσδυση μεταξύ δύο ή περισσότερων σωμάτων.