ἀντιπαρέκτασις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, interpenetration of two or more bodies in κρᾶσις, Chrysipp.Stoic.2.153.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 interpenetración, penetración mutua de dos o más cuerpos, Chrysipp.Stoic.2.153, 154.
2 fig. compenetración πρὸς τὸ θεῖον ὕψος Gr.Naz.M.36.592C.
German (Pape)
[Seite 257] ῆ, = ἀντιπαράτασις, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέκτᾰσις: -εως, ἡ, παρέκτασις πρός τι, ἀντιπαράτασις, ἐξίσωσις, Χρύσιππ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 376, Φίλων 1. 433.
Greek Monolingual
ἀντιπαρέκτασις, η (Α)
η αμοιβαία έκταση και διείσδυση μεταξύ δύο ή περισσότερων σωμάτων.