γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
ἀντίπορος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.