ἀξιέντρεπτος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
German (Pape)
[Seite 269] beherzigenswerth, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιέντρεπτος: -ον, (ἐντρέπομαι) ὁ ἄξιος σεβασμοῦ, ἀξιοσέβαστος, Κλήμ. Ἀλ. 997.
Spanish (DGE)
-ον
digno de respetode los creyentes, Clem.Al.Ecl.28.3.
Greek Monolingual
ἀξιέντρεπτος, -ον (Α)
άξιος σεβασμού, αξιοσέβαστος.