αντοχή
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek Monolingual
η (Α ἀντοχή)
νεοελλ.
1. δυνατότητα αντίδρασης σε καταστρεπτική ενέργεια
2. δύναμη των ζωικών οργανισμών να υπομένουν κάτι
3. (για ανθρώπους) ψυχική δύναμη, αντίσταση σε ψυχολογικές πιέσεις
4. (για πράγματα) ανθεκτικότητα, δύναμη αντίστασης στη φθορά
αρχ.
1. συνοχή, συνεκτικότητα, συνάφεια
2. αφοσίωση, προσήλωση σε κάτι.