ανθεκτικότητα

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

, η
1. η δύναμη να αντέχει ή να υπομένει κάποιος κάτι, αντοχή.