ανθεκτικότητα

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

, η
1. η δύναμη να αντέχει ή να υπομένει κάποιος κάτι, αντοχή.