απαντέχω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

(Μ ἀπαντέχω)
περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απαντέχω < αρχ. υπαντέχω «υπομένοντας κάτι αντέχω», απ' όπου «υπομένω, καρτερώ, ελπίζω»].