Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(Α ἀπογεννῶ, -άω)νεοελλ.1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ2. παύω να γεννώαρχ.γεννώ από κάτι, παράγω.