απογεννώ

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

(Α ἀπογεννῶ, -άω)
νεοελλ.
1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ
2. παύω να γεννώ
αρχ.
γεννώ από κάτι, παράγω.