ἀπασκαρίζω

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Men.839:—struggle, be convulsed, like a dying fish, ἀ. ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Ar.Fr.495; ἀπασκαριῶ γέλωτι Men. l. c.; ἀπησκάρισεν gave up the ghost, prob. for ἀπεσκ-, AP11.114 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 281] wegspringen, forthüpfen, Ar. frg. 416; Menand. bei Suid. γέλωτι, s. ἀποσκαρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπασκαρίζω: μέλλ. -ίσω, τινάσσομαι, ἀσπαίρω, «σπαρταρῶ» ὡς ἀποθνήσκων ἰχθύς, ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαὶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 416· ἀπασκαριῶ ἐγὼ γέλωτι τήμερον, «θὰ σπαρταρίσω ἀπὸ τὰ γέλοια σήμερον», Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243Α.

Spanish (DGE)

(ἀπασκᾰρίζω)
retorcerse convulsivamente ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Ar.Fr.495, ἀπασκαριῶ δ' ἐγὼ γέλωτι Men.Fr.798
sent. cóm. estirar la pata, AP 11.114 (Lucill.), cf. ἀποσκαρίζω.

Greek Monolingual

ἀπασκαρίζω (Α) ασκαρίζω
συγκλονίζομαι, σπαράζω.