ἀπασκαρίζω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
fut. -ιῶ Men.839:—struggle, be convulsed, like a dying fish, ἀ. ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Ar.Fr.495; ἀπασκαριῶ γέλωτι Men. l. c.; ἀπησκάρισεν gave up the ghost, prob. for ἀπεσκ-, AP11.114 (Nicarch.).
Spanish (DGE)
(ἀπασκᾰρίζω)
retorcerse convulsivamente ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Ar.Fr.495, ἀπασκαριῶ δ' ἐγὼ γέλωτι Men.Fr.798
•sent. cóm. estirar la pata, AP 11.114 (Lucill.), cf. ἀποσκαρίζω.
German (Pape)
[Seite 281] wegspringen, forthüpfen, Ar. frg. 416; Menand. bei Suid. γέλωτι, s. ἀποσκαρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπασκᾰρίζω: содрогаться, сотрясаться, биться (ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Arph.; γέλωτι Men.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπασκαρίζω: μέλλ. -ίσω, τινάσσομαι, ἀσπαίρω, «σπαρταρῶ» ὡς ἀποθνήσκων ἰχθύς, ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαὶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 416· ἀπασκαριῶ ἐγὼ γέλωτι τήμερον, «θὰ σπαρταρίσω ἀπὸ τὰ γέλοια σήμερον», Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243Α.
Greek Monolingual
ἀπασκαρίζω (Α) ασκαρίζω
συγκλονίζομαι, σπαράζω.