αποδοκιμασία

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποδοκιμασία)
επίκριση, απόρριψη μετά από έλεγχο
νεοελλ.
το να εκφράζει κάποιος την απαρέσκεια του με φωνές, χειρονομίες και άλλες εκδηλώσεις.