ἀπαφρίζω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
A skim, esp. of honey, Gp.8.29 and 32, Orib.5.33.4:— Pass., Gal.6.283, Gp.8.27.2, Philagr. ap. Orib.5.21.1.
German (Pape)
[Seite 283] abschäumen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαφρίζω: -ίσω, ἐξαφρίζω, μέλιτος ἀπηφρισμένου Γεωπ. 8. 29, 32, ἀμετ., ἐκβάλλω ἀφρούς, ἀφρίζω, ἔπεσε δαιμονιῶν καὶ ἀπαφρίζων Βίος Εὐθυμ. σ. 47A.
Spanish (DGE)
espumar la miel Gp.8.29, 32, Orib.5.33.4
•en v. pas., Gal.6.283, Gp.8.27.2, Philagr. en Orib.5.21.1.