απλοϊκότητα

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. αφέλεια, αγαθότητα
2. ανοησία, μωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλοϊκός. Ο τ. απλοϊκότης μαρτυρείται από το 1862 στον Κωνστ. Ξανθόπουλο].