απλοϊκός

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἁπλοϊκός, -ή, -όν)
απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος -
νεοελλ.
αφελής, υπερβολικά αγαθός.