αποθήκευση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η
η τοποθέτηση κάποιου είδους στην αποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθηκεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].