απολέγω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

κ. -λέω (AM ἀπολέγω)
μσν.-νεοελλ.
1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα
2. τελειώνω τον λόγο μου
αρχ.
Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο
2. εκλέγω, επιλέγω
3. επιλέγω για να απορρίψω
4. αρνούμαι, απαγορεύω
II. (-ομαι)
1. δεν δέχομαι κάποια προσφορά
2. ενδίδω, δεν αντιστέκομαι
3. παραιτούμαι, δεν εγείρω αξιώσεις
4. παθ. έχω προέλθει από εκλογή.