απολέγω
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
κ. -λέω (AM ἀπολέγω)
μσν.-νεοελλ.
1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα
2. τελειώνω τον λόγο μου
αρχ.
Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο
2. εκλέγω, επιλέγω
3. επιλέγω για να απορρίψω
4. αρνούμαι, απαγορεύω
II. (-ομαι)
1. δεν δέχομαι κάποια προσφορά
2. ενδίδω, δεν αντιστέκομαι
3. παραιτούμαι, δεν εγείρω αξιώσεις
4. παθ. έχω προέλθει από εκλογή.