αποσάθρωση
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
Greek Monolingual
η
1. πλήρης εξασθένηση, διάλυση, καταστροφή
2. η συντελούμενη με την πάροδο του χρόνου αλλοίωση και καταστροφή των πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσαθρώνω. Η λ. μαρτυρείται από τον Ηρακλή Μητσόπουλο ως απόδοση του (γερμ.) Verwitterung].