αποτελείωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἀποτελείωσις)
νεοελλ.
ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξης
αρχ.-μσν.
το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα.
η (AM ἀποτελείωσις)
νεοελλ.
ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξης
αρχ.-μσν.
το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα.