αποτελείωση
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
η (AM ἀποτελείωσις)
νεοελλ.
ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξης
αρχ.-μσν.
το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα.