αποτελείωση
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
η (AM ἀποτελείωσις)
νεοελλ.
ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξης
αρχ.-μσν.
το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα.